- ἐγκοπιάω
- ἐγ-κοπιάω,A labour without ceasing,
ἔργων ἐπιμελείαις καὶ κατασκευαῖς IPE12.40.21
([place name] Olbia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔργων ἐπιμελείαις καὶ κατασκευαῖς IPE12.40.21
([place name] Olbia).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.